Ἰσίου

Ἰσίου
Ἰσίης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἰσίου — ἴσιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • στραβώνομαι — στραβώνομαι, στραβώθηκα, στραβωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: στραβώνομαι : στην παθητική φωνή το ρ. έχει τις ειδικές σημασίες → δε βλέπω καλά ή καθόλου / κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου. Η έννοια του στραβού (όχι ίσιου) περιέχεται μόνο στην… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραβό- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων με την έννοια του στραβού (όχι ίσιου) και του τυφλού π.χ.: Στραβοπόδαρος, στραβόγερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”